- εντρίχωμα
- ἐντρίχωμα, το (Α)1. οι τρίχες τών βλεφάρων, βλεφαρίδες2. κόσκινο, τρίχινο σουρωτήρι, στραγγιστήρι.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐντρίχωμα — edges of the eyelids neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐντριχώματα — ἐντρίχωμα edges of the eyelids neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)